Αυτοί που σκότωσαν τον Βαγγέλη δεν είναι τέρατα, είναι τα αναγνωρισμένα τέκνα του καπιταλισμού…

Όλη η Ελλάδα θρηνεί αυτές τις ώρες πάνω από το άψυχο κορμί του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Μπροστά σε αυτόν τον όμορφο 20χρονο νεαρό η χώρα εξωτερικεύει τις τύψεις της για το ότι δεν έκανε κάτι για να τον σώσει νωρίτερα, όταν υπήρχε η δυνατότητα. Κι όμως, είναι σε θέση ακόμα και σήμερα να γλιτώσει από τον χαμό εκατομμύρια άλλους Βαγγέληδες. Δεν θα το κάνει ωστόσο γιατί τα ίδια πρόσωπα που, δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω γι’ αυτό, ειλικρινώς καταθέτουν την οργή τους για την ψυχολογική και σωματική βία που υπέστη ο φοιτητής, ταυτοχρόνως ασκούν την ίδια και χειρότερη σε Βαγγέληδες που γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς ή εκ του μακρόθεν. Οι μετανάστες που “απαγορεύεται” να βρίσκονται στην Ομόνοια παρά μόνο στην Αμυγδαλέζα, οι ομοφυλόφιλοι που τους επιτρέπεται να μας κάνουν να γελούμε στην τηλεόραση αλλά όχι και να υιοθετούν παιδιά, οι γυναίκες που όλοι τις αγαπάμε στο ρόλο τής μητέρας αλλά δυσανασχετούμε μαζί τους όταν αναλαμβάνουν κάποιον άλλο ρόλο, οι ευφυείς που πρέπει να απολογούνται στους ανόητους, οι όμορφοι στους άσχημους, οι σπάνιοι στους συνηθισμένους. Όλοι αυτοί είναι Βαγγέληδες για τους οποίους δεν θα ενδιαφερθούμε ιδιαιτέρως αν δεν λάβουν της ανάλογης τηλεοπτικής προβολής. Είναι οι Βαγγέληδες που σκοτώνουμε κάθε ημέρα γιατί είμαστε ανίκανοι να κατανοήσουμε ότι αυτό που δεν μας μοιάζει δεν είναι ούτε καλύτερο ούτε χειρότερο, είναι απλώς διαφορετικό…

Μια φίλη έκανε μια ενδιαφέρουσα επισήμανση: “γιατί θα πρέπει να δείχνουμε οίκτο για τους αδύναμους όταν κι αυτοί φταίνε για το κατάντημά τους”; Το ερώτημα είναι παρεμφερές με την τοποθέτηση νεοφιλελεύθερων που έχουν στήσει στα σπίτια τους βωμούς τού Ρ. Ρέιγκαν για το ότι οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους γιατί δεν εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες τού καπιταλιστικού συστήματος ώστε να γίνουν και οι ίδιοι πλούσιοι. Παραδέχονται, βεβαίως, με αυτόν τον τρόπο ότι στην ουσία υπερασπίζονται κοινωνίες που μοιάζουν με ζούγκλες και στις οποίες ο ισχυρότερος θα επιβάλλεται στον αδύναμο εις τους αιώνας των αιώνων γιατί “δεν γίνεται αλλιώς”. Δεν αμφιβάλλω ότι υποκινούμαστε από ζωώδη ένστικτα. Αν τα αφήναμε, ωστόσο, να εκδηλώνονται ελεύθερα θα ζούσαμε ακόμα στις σπηλιές και θα θεωρούσαμε την ανακάλυψη της φωτιάς το τέλος τού ταξιδιού. Η κτηνωδία, επομένως, είναι έμφυτη, η εκδήλωσή της ωστόσο διδάσκεται από ένα σύστημα το οποίο στην ουσία εξυπηρετεί τη διαιώνιση της άνισης κατανομής τού πλούτου με τις παράπλευρες αδικίες που αυτό συνεπάγεται…

Αυτοί που βασάνιζαν τον Βαγγέλη δεν το έκαναν γιατί ήταν εργοδότες και το θύμα τους εργαζόμενος, αλλά γιατί έχουν ανατραφεί σε ένα κοινωνικό, αν όχι και οικογενειακό, περιβάλλον όπου η πάση θυσία επικράτηση θεωρείται αρετή, η εκμετάλλευση θείο χάρισμα κι ο ατομικισμός το μεγαλύτερο δώρο τού θεού στον άνθρωπο. Όταν, λοιπόν, μαθαίνεις από μικρό παιδί πως ο θάνατός σου είναι η ζωή μου τότε συνειδητοποιείς ότι αν δεν γίνεις λιοντάρι, ακόμα κι αν η ψυχοσύνθεσή σου είναι διαφορετική, θα φαγωθείς από κάποιον “ανώτερο” στην τροφική αλυσίδα. Και τότε σκοτώνεις όχι απαραιτήτως γιατί λατρεύεις το αίμα, αλλά γιατί δεν θέλεις να είναι τα δικά σου ερυθρά αιμοσφαίρια αυτά που θα χυθούν. Γι’ αυτό κι όσοι κακοποίησαν ψυχικώς και σωματικώς τον Βαγγέλη δεν είναι ανθρωπόμορφα τέρατα. Είναι, “απλώς”, τα αναγνωρισμένα τέκνα τού καπιταλισμού…

Αρκετοί, για παράδειγμα, από αυτούς που χύνουν δάκρυα, ακόμα κι αληθινά, για τον Βαγγέλη δεν σταματούν να αναζητούν επιχειρήματα υπέρ του “bullying” που ασκεί η Γερμανία στην Ελλάδα. Ένας ολόκληρος λαός εκβιάζεται να υποκύψει στη συνέχιση πολιτικών άγριας λιτότητας από τις οποίες δεν θα πληγεί η ελίτ, με το επιχείρημα πως σε διαφορετική περίπτωση θα εξοβελιστεί από την ευρωπαϊκή παρέα, αλλά ορισμένοι περιορίζουν τη συμπόνια τους μόνο για τον νεκρό Βαγγέλη, ο οποίος έπεσε θύμα μιας παρόμοιας τακτικής. Ο τρόπος που πολιτεύονται πολιτικοί όπως ο Β. Σόιμπλε, ο οποίος εξακολουθεί να ρίχνει στη χώρα μας την αποκλειστική ευθύνη για το ότι έζησε πάνω από τις δυνάμεις της λες κι αυτή η τακτική σε όλη των ευρωπαϊκή περιφέρεια δεν έφερε τα γερμανικά πλεονάσματα, στην ουσία δικαιώνει τους εμπόρους ναρκωτικών. Αφού το πρεζάκι φταίει αποκλειστικώς για την εξάρτησή του, ποιος ο λόγος να φυλακίζουμε τους ναρκέμπορους;..

Εν αρχή όλων η ατομική ευθύνη, αλλά αν δεν υπάρχουν από πίσω οργανωμένες κοινωνίες που θα δίνουν το χέρι τους για να σηκώνονται οι πιο αδύναμοι ανάμεσά μας οδηγούμαστε σε καταστάσεις για τις οποίες θα έτρεμαν και τα αγριότερα των ζώων. Δεν μιλώ για πατερούληδες που θα μας χειρίζονται όπως θέλουν εκείνοι, αλλά για θεσμούς που θα προστατεύουν τους αμνούς αυτού του κόσμου από τα αρπακτικά. Ο Βαγγέλης μπορεί να ήταν φύσει αδύναμος, μπορεί ωστόσο και να επέλεξε την αδυναμία του. Να αρνήθηκε, δηλαδή, να μετατραπεί σε λιοντάρι για να επιβιώσει στη ζούγκλα κι αυτό προκειμένου να μην απολέσει την πραγματική του προσωπικότητα. Στον καπιταλισμό, όμως, κανένας δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Γι’ αυτό και στο τέλος επιλέγουμε το συνειδητό αλληλοφάγωμα στο λάκκο των λεόντων την ίδια ώρα που οι θηριοδαμαστές μας απολαμβάνουν το θέαμα από απόσταση ασφαλείας…

Αναδημοσίευση από το Τρύπιο Ευρώ

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...