Αν ο άνθρωπος “γεννιέται” και δε “γίνεται”, ας βάλουμε μερικά μωρά στη φυλακή

Το κρίσιμο ερώτημα που έχει απασχολήσει όσο κανένα το ανθρώπινο είδος και έχει διχάσει πολλούς επιστημονικούς κλάδους, αφορά στο εάν οι άνθρωποι οφείλουμε τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μας στα γονίδιά μας, ή στον τρόπο ανατροφής μας, ή γενικότερα στο περιβάλλον μας.

Είναι αδιαμφισβήτητος, βέβαια, ο ρόλος του DNA μας, αφού είναι σαφώς αποδεδειγμένο στη γενετική, πως είμαστε κράματα των γονεϊκών (και όχι μόνο) γονιδίων μας, ενώ υπάρχουν ακόμη και οι σχετικοί μεντελικοί νόμοι περί κληρονομικότητας.

Θα κληρονομήσω το χρώμα των ματιών και των μαλλιών μου με βάση τα γονίδια που οι γονείς μου έχουν και φέρουν. Ωστόσο, τι συμβαίνει με τον χαρακτήρα μου; Θα τον κληρονομήσω αυτούσιο, διαιωνίζοντας εκτός από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των γονιών μου και τον χαρακτήρα τους; Θα γεννηθώ νευρικός, ευαίσθητος, μέθυσος, παραβατικός;

Ακούμε συχνά γύρω μας, φράσεις κλισέ, για παράδειγμα “είναι γκρινιάρης σαν τον πατέρα του”, ή “είναι ιδιότροπη- ίδια η μάνα της”. Προτού αναφέρουμε στο πού έχει καταλήξει η επιστήμη σήμερα, ας επιχειρήσουμε μια λογική προσέγγιση.

Πολύ συχνά ταυτίζουμε τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα, τις εκφράσεις, τον τόνο της φωνής ενός μικρού παιδιού με τα αντίστοιχα των γονιών του και.. ελαφρά τη καρδία καταλήγουμε πως τα γονίδια είναι ανίκητα, αφού από γενιά σε γενιά παρατηρεί κανείς ταυτόσημες ή τουλάχιστον πολύ κοντινές συμπεριφορές ανάμεσα σε παιδιά και γονείς.

Ωστόσο, δεν αναλογιζόμαστε το προφανές. Ποιος μεγαλώνει το παιδί; Οι γονείς του, ή κάποιος άλλος; Τα παιδιά έχουν την τάση να λειτουργούν σαν σφουγγάρια και οι γονείς, που αποτελούν το βασικό αρχικό περιβάλλον των παιδιών, λειτουργούν ως τα πιο ισχυρά πρότυπα. Το παιδί έχει ως πρωταρχικά ερεθίσματα τη φωνή της μητέρας του, τον τρόπο που το χαϊδεύει, τον τόνο φωνής του πατέρα του, τις εκφράσεις τους όταν εκνευρίζονται, τις αντιδράσεις τους στα συναισθήματα της χαράς και του θυμού. Τα παιδιά είναι όντα μιμητικά και η συμπεριφορά τους οφείλεται και σχηματίζεται με βάση την καθημερινότητα στην οποία μεγαλώνουν.

Ένα ακόμη επιχείρημα που υποστηρίζει όλα τα παραπάνω, είναι να παρατηρήσει κανείς πόσο ευμετάβλητη είναι η συμπεριφορά των παιδιών, ανάλογα με αυτόν που συναναστρέφονται. Χαρακτηριστικό είναι το επιστημονικό πείραμα του παρακάτω βίντεο:

Αναλογιστείτε, ότι αφού η γονεϊκή συμπεριφορά κάποιων δευτερολέπτων μπορεί να καθορίσει μια συγκεκριμένη αντίδραση του παιδιού, πόσο η συμπεριφορά μας διαμορφώνεται από τους γονείς μας ανά τα τόσα χρόνια ανατροφής.

Φυσικά, ένα παιδί που μπορεί να έχει όρια από τους γονείς του, συχνά θα φανεί αρκετά κακομαθημένο και ιδιότροπο σε μια πιο ανεκτική γιαγιά. Παιδιά που αρνούνται πεισματικά να υπακούσουν στους γονείς τους, είναι υποδείγματα συνεργασίας μέσα στις σχολικές τάξεις, όπου ίσως τα έχει “κερδίσει” με τη συμπεριφορά του κάποιος δάσκαλος. Ο χαρακτήρας, λοιπόν, αποτελεί κάτι πολυδιάστατο, ένα άθροισμα επιμέρους συμπεριφορών που καθορίζονται από το περιβάλλον και τις αλληλεπιδράσεις. Οι γονείς έχουν τον βασικό καταλυτικό ρόλο και στη συνέχεια οι άνθρωποι και οι καταστάσεις που συναντάμε, μας διαμορφώνουν.

Από την επιστημονική σκοπιά, έχει αποδειχτεί πως τα γονίδια που κληροδοτούνται από γονείς σε παιδιά, προκαλούν μόνο τάσεις συμπεριφοράς και τάσεις εκδήλωσης ασθενειών. Τρανό παράδειγμα αποτελεί το γονίδιο της σχιζοφρένειας, το οποίο κληροδοτείται μάλιστα από τη μητέρα στο παιδί. Η σχιζοφρένεια είναι μια ψυχική διαταραχή η οποία καθιστά δύσκολο το διαχωρισμό μεταξύ πραγματικών και μη πραγματικών γεγονότων και εμπειριών, τη λογική σκέψη, τη φυσιολογική συναισθηματική ανταπόκριση και τη φυσιολογική συμπεριφορά σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Είναι αποδεδειγμένα, σαφώς, τα βιολογικά αίτια της σχιζοφρένειας.

Είναι, όμως, ένα παιδί με μητέρα σχιζοφρενή, πάντοτε καταδικασμένο να νοσήσει; H επιστημονική απάντηση είναι κατηγορηματική : “OXI”

Πολλές επιστημονικές μελέτες, ανάμεσά τους και μια μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Nature Genetics, αποδεικνύουν πως ακόμη και τα ομοζυγωτικά δίδυμα διαφοροποιούνται ως προς την εκδήλωση ασθενειών. Και εφόσον τα ομοζυγωτικά δίδυμα είναι γονιδιακά πανομοιότυπα, τότε, συνεπώς, κάτι άλλο είναι αυτό που ευθύνεται για την εκδήλωση ή μη κάποιου νοσήματος ψυχικού ή και σωματικού. (Πηγή)

Εδώ, βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς “μα αυτά τα παιδιά, είναι αδέρφια, είναι πανομοιότυπα βιολογικά, μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια, άρα δεν είχαν ακριβώς ίδιο περιβάλλον ανατροφής;” Κι όμως, ακόμη και τα αδέρφια δε μεγαλώνουν με πανομοιότυπο τρόπο. Οι γονείς που μόλις έχουν καλωσορίσει το πρώτο παιδί στην οικογένειά τους, είναι αγχωμένοι, έχουν απορίες για τα πάντα και συχνά είναι πολύ πιο υπερπροστατευτικοί απέναντι στο πρώτο παιδί σε σχέση με το παιδί ή τα παιδιά που θα ακολουθήσουν αργότερα. Επιπλέον, το καθένα από τα παιδιά μεγαλώνει με διαφορετικό τρόπο σε μια οικογένεια: τα πρωτότοκα νιώθουν πως χάνουν την αίγλη και τα προνόμιά τους όταν στην οικογένεια προστίθεται ένα νέο μέλος, ενώ τα μικρότερα παιδιά πασχίζουν πάντα να ανταποκριθούν στο πρότυπο του μεγάλου αδερφού τους. Ένα παιδί μπορεί να φέρει το όνομα του πατέρα της μητέρας τους κι έτσι εκείνη να του δείχνει περισσότερη αδυναμία. Το ένα παιδί μπορεί να μην τα καταφέρνει πολύ καλά στο σχολείο και συνεχώς να ακούει προσβολές και προτροπές να γίνει σαν τον αδερφό του.

Αυτές οι μικρές διαφορές στην ανατροφή, οι τυχαίοι, πολλές φορές παράγοντες, καθορίζουν σε τεράστιο βαθμό την ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά ενός παιδιού, μεταφέροντας τις “αποσκευές” της παιδικής του ηλικίας και στην ενήλικη ζωή. Συνεπώς, ακόμη και στην ίδια οικογένεια, με ίδιες αρχές και συμπεριφορές, πολλοί παράγοντες διαφοροποιούνται σχετικά με την ανατροφή των παιδιών.
Η επιστήμη της ψυχολογίας, της αναπτυξιακής και της γνωστικής  και της νευρολογίας, είναι καταλυτικά υπέρ του ότι ο άνθρωπος γεννιέται ως μια σύνθεση γονιδίων, αλλά το πώς θα εξελιχτεί, βρίσκεται καθαρά στα “χέρια” του περιβάλλοντος και των επιδράσεων που θα δεχτεί.

Ένα ακόμη γεγονός που πρέπει να μας προβληματίσει, είναι η εξέταση του οικογενειακού περιβάλλοντος των ανθρώπων με παραβατική συμπεριφορά. Σε πολλά επιστημονικά περιοδικά, υπάρχουν έρευνες που συσχετίζουν την τρομοκρατία με την έλλειψη του πατέρα στο παιδί που αργότερα γίνεται τρομοκράτης, ή ακόμη καταδεικνύεται στατιστική συσχέτιση ανάμεσα σε κάποιον που δολοφονεί και στο ότι εκείνος μεγάλωσε χωρίς μητέρα, συνήθως λόγω εγκατάλειψης. Καταλυτικός είναι και ο ρόλος της παιδικής κακοποίησης. Οι περισσότεροι εγκληματίες υπήρξαν παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σε μικρή ηλικία, όπως έχουν καταδείξει πολλές επιστημονικές μελέτες. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε τις έρευνες του Dr. Pinkus, καθηγητή Νευρολογίας στο Georgetown University School of Medicine. Οι φυλακές, είναι γεμάτες ενήλικες που ως παιδιά είχαν τραγικές ιστορίες. Κι όμως, αδιαφορούμε αντιμετωπίζοντάς τους, μόνο ως εγκληματίες και καθόλου ως ψυχολογικά τραυματισμένους.

Είμαστε ο καθρέφτης όλων των αλληλεπιδράσεων, των συναντήσεων, των ερεθισμάτων που έχουμε δεχτεί. Δε γεννιόμαστε εγκληματίες, ληστές, κλέφτες. Δε γεννιόμαστε “άγιοι” ή ιερείς ή ηγέτες, ή φιλεύσπλαχνοι. Είμαστε σαν ένα κομμάτι μάρμαρο και το περιβάλλον μας αποτελεί τον γλύπτη που θα μας λαξεύσει στο τελικό μας σχήμα.

Ζούμε, όμως, σε μια κοινωνία που έχει δομηθεί στο να τιμωρεί αυτό που είμαστε, θεωρώντας πως γεννηθήκαμε έτσι. Ξέρουμε την κοινωνία που βασίζεται σε νόμους για να τηρήσει την τάξη και το “σωστό”. Και που αποτυγχάνει.
Μια κοινωνία που θα σε αντιμετώπιζε εξετάζοντας το γιατί έγινες έτσι και θα σε βοηθούσε, θα ήταν ακόμη καλύτερη.
Μια κοινωνία που θα σε προστάτευε  από το να παραβατείς, με τη σωστή εκπαίδευση γονιών, δασκάλων και ταυτόχρονα θα σου παρείχε κάθε αγαθό, θα ήταν μια πραγματικά πολιτισμένη κοινωνία.
Γιατί σε μια κοινωνία που αφήνει τα παιδιά στην τύχη της, πάντα θα υπάρχουν νόμοι, παραβατικότητα, μίσος και φυλακές.

Αν θέλει κανείς να αλλάξει την κοινωνία, θα πρέπει να αλλάξει το άτομο. Οι συνθήκες έχουν κάνει τους ανθρώπους να είναι διεκδικητικοί, εκδικητικοί, πολεμοχαρείς, βάναυσοι, βίαιοι. Η βία και η παραβατικότητα δεν αποτελούν φυσική επιλογή, αλλά κοινωνικό αποτέλεσμα. Όταν η ανθρωπότητα έχει προ πολλού ξεπεράσει το στάδιο όπου έπρεπε να κυνηγά και να σκοτώνει για να τραφεί κι όμως ακόμη οι άνθρωποι σκοτώνουν για άλλους λόγους, τότε κάτι έχει πάει πολύ στραβά.
Αν θέλουμε μια διαφορετική κοινωνία, πρέπει να εστιάσουμε στο άτομο. Και στο άτομο θα εστιάσουμε αν αλλάξουμε σιγά σιγά την κοινωνία.
Σε έναν κόσμο με πρόσβαση σε υλικά αγαθά, ίση κατανομή πόρων, απλά εκλείπουν οι λόγοι να θέλει κανείς να σκοτώσει, να παρανομήσει, ή να κλέψει.
Και κατ’ επέκταση.. να πολεμά. Γιατί να θες να πολεμήσεις στον “παράδεισο”;